- ἐπέστελλον
- ἐπιστέλλωsend toaor ind act 3rd plἐπιστέλλωsend toaor ind act 1st sgἐπιστέλλωsend toimperf ind act 3rd plἐπιστέλλωsend toimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστέλλω — ἐπιστέλλω (AM) [στέλλω] 1. στέλνω επιστολή, μήνυμα, επικοινωνώ γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», Ηρόδ. β. «ἐπιστέλλω ἐπιστολάς τινι») 2. στέλνω αγγελία, παραγγέλνω («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῑσ’ ἐπιστέλλει τάδε», Ευρ.) … Dictionary of Greek